ωρολογιάρχης

ωρολογιάρχης
ὁ, Α
δημόσιος επόπτης τών ὡρείων, τών σιταποθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρολόγιον (Ι) «αποθήκη σιτηρών» + -άρχης (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”